ξαναγεννώ

ξαναγεννώ
-άω
1. αναγεννώ, δημιουργώ κάτι ή κάποιον εκ νέου
2. μέσ. ξαναγεννώμαι και ξαναγεννιέμαι και ξαναγεννιούμαι
α) γεννιέται για δεύτερη φορά
β. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναγεννώμαι, αναζωογονούμαι
γ) μεταβάλλομαι ριζικά, γίνομαι εντελώς άλλος («μα σαν τόν είχε στερευτεί περισσά ετυραννάτο κι όλη εξαναμαλάσσετο κι όλη εξαναγεννάτο», Ερωτόκρ.)
δ) (για τη φύση) καταστρέφομαι, ανατρέπομαι («μα όλα για μένα σφάλασι,... για μέ ξαναγεννήθηκεν η φύση τών πραμάτω», Ερωτόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναγεννώ — ( άω) (Α ἀναγεννῶ) 1. ενεργ. ξαναγεννώ, ξαναδημιουργώ, παράγω εκ νέου 2. μεσ. αναζωογονούμαι, ανακτώ τις δυνάμεις μου (Εκκλ.) αλλάζω τρόπο ζωής εφαρμόζοντας τη χριστιανική διδασκαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γεννῶ. ΠΑΡ. αναγέννησις αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • αναχωνεύω — (Α ἀναχωνεύω) (σε μέταλλα) τήκω πάλι, ξαναχωνεύω αρχ. ξαναγεννώ, (με έννοια ηθική) αναγεννώ, βελτιώνω …   Dictionary of Greek

  • γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”